Σκηνοθεσία: Έφη Μπίρμπα
Θέατρο Κιβωτός
Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε το 1925 στη Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν δημοσιεύτηκε μέχρι το 1987 εξαιτίας της λογοκρισίας. Γιατί όμως λογοκρίθηκε; Ας δούμε την υπόθεση.
Ο διακεκριμένος επιστήμονας Πρεομπραζένσκι κάνει ένα πείραμα. Χειρουργεί έναν νεκρό άνδρα, του αφαιρεί την υπόφυση και τους όρχεις και τους μεταμοσχεύει σε έναν αδέσποτο σκύλο. Ο σκύλος σταδιακά εξανθρωπίζεται, αλλά τα ζωώδη ένστικτά του παραμένουν εναργή αποδεικνύοντας ότι η φύση είναι δυνατότερη από την όποια ανθρώπινη παρέμβαση. Η ελπίδα του να φτιάξει ένα «ανώτερο» ον διαψεύδεται.
Τι είδε το καθεστώς στο βιβλίο και απαγόρευσε την κυκλοφορία του; Τον παραλληλισμό της Σοβιετικής Ένωσης ως μιας βίαιης συνένωσης «μελών» που ποτέ δεν θα γίνουν ένα «σώμα»;Τον κομμουνισμό ως πείραμα που επαφίεται σε έναν ιδεατό ανώτερο άνθρωπο και άρα είναι καταδικασμένος σε αποτυχία; Τον εξαναγκασμό του ανθρώπου για ευθυγράμμιση με τα προστάγματα του καθεστώτος;
Από την άλλη στο σήμερα, πολλοί θεατές ανέγνωσαν στην παράσταση μια πάλη ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο. Τη φύση που όσο κι αν προσπαθούμε να την τιθασεύσουμε, αυτή πάντα θα βρίσκει τρόπους να επιδεικνύει τη δύναμή της.
Πάνω σε αυτόν τον καμβά, η Έφη Μπίρμπα ζωγράφισε ένα εικαστικό παραμύθι με το αναγνωρίσιμο πλέον στυλ της• υποφωτισμένο σκηνικό, εντυπωσιακά κοστούμια, απαλή μουσική, στυλιζαρισμένο παίξιμο με χαριτωμένη σωματικότητα στις ερμηνείες και σμιλευμένες φωνές.
Ο Άρης Σερβετάλης απέδωσε πράγματι την καρδιά του σκύλου, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο συναίσθημα του σκύλου (στο πρώτο μέρος) και στο ένστικτο (στο δεύτερο), παρά στη ζωώδη κινησιολογία. Νομίζω πως ο στόχος δεν ήταν να βλέπουμε μπροστά μας έναν σκύλο, όσο να τον νιώθουμε. Ο Αντώνης Μυριαγκός στον ρόλο του γιατρού-διάνοιας ήταν ένα υπόδειγμα επιστημονικής ανωτερότητας και υπεροψίας. Οι υπόλοιποι ρόλοι που αποδόθηκαν από τους Ηλέκτρα Νικολούζου, Μιχάλη Θεοφάνους, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου και Αλεξάνδρα Καζάκου υπηρέτησαν πιστά το ύφος της παράστασης.
Στα πλεονεκτήματα της παράστασης η υψηλή αισθητική του έργου. Τα υπέροχα κοστούμια (Έφη Μπίρμπα, Βασιλεία Ροζάνα), το όμορφο σκηνικό (Βάσια Λύρη) και το video projection (Γρηγόρης Πανόπουλος) που δεν αποπροσανατόλιζε, αλλά διακριτικά τόνιζε κάποια σημεία της υποκριτικής.
Στα μειονεκτήματα του έργου θα σημείωνα την αφηγηματικότητα της διασκευής (Έφη Μπίρμπα, Άρης Σερβετάλης) χωρίς έντονη δράση σε αρκετά σημεία του έργου. Αυτή σε συνδυασμό με τον χαμηλό φωτισμό (Σάκης Μπιρμπίλης) και την απαλή μουσική (Vangelino Currentzis) απαιτούσε θεατές απολύτως ξεκούραστους.
Η Έφη Μπίρμπα έχει βρει το ύφος της και χτίζει το κοινό της. Με τον Σερβετάλη ως «μούσα» της έχουν ανακαλύψει έναν αισθητικά όμορφο τρόπο να διηγούνται ιστορίες που να έχουν κάτι το παραμυθένιο και ονειρικό.
Αξίζει να γνωρίσει κανείς αυτόν τον όμορφα πλασμένο κόσμο, αρκεί -ξαναλέω- να είναι ξεκούραστος.