Γιοσίρου Γιαμαγκούσι, του Γιάννη Κεντρωτά
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Κοιλάκος
Θέατρο Olvio
Οι τορναδόροι ξαναχτυπούν με τη δοκιμασμένη συνταγή Κεντρωτά-Κοιλάκου σε μια παράσταση που επαναπροσδιορίζει τον όρο «μαύρη κωμωδία».
Η ιστορία: ο Γιοσίρου Γιαμαγκούσι ψάχνοντας τις ρίζες του και συγκεκριμένα πληροφορίες για τον Ιάπωνα πατέρα του που τους εγκατέλειψε όταν ήταν μικρός, βρίσκεται στο χωριό Λακοσπηλιά. Η συνάντηση του με τους χωριανούς αποκαλύπτει το ένοχο μυστικό που κρατάει το χωριό «μιαρό». Η αλήθεια κλονίζει τον Γιοσίρου και ανατρέπει ό,τι γνώριζε μέχρι τότε. Πώς θα ανταποκριθεί σε αυτή τη νέα πραγματικότητα; Πώς διαχειρίζεται ένα ολόκληρο χωριό μια αλήθεια που πονάει, που ντροπιάζει, που αγκυλώνει;
Μέσα από παράξενους χαρακτήρες και ασυνήθιστες καταστάσεις και πάντα με όχημα το μαύρο -κατάμαυρο- χιούμορ, ο Γιάννης Κεντρωτάς παρουσιάζει τον Γιοσίρου -έναν ήρωα κάπως γραφικό, κάπως βγαλμένο από παραμύθι- που στο τέλος της ημέρας μάς φέρνει στον νου τον καθημερινό άνθρωπο που αδυνατεί να μεταβολίσει την αλήθεια και γι’ αυτό επιλέγει να παραμείνει πιστός σε ένα βολικό ψέμα.
Η ομάδα είναι καλοκουρδισμένη και η αλήθεια είναι πως ένα τέτοιο έργο δεν θα έβγαινε και διαφορετικά. Για να αποδοθούν τα κωμικά στοιχεία της παράστασης, καθώς το έργο δεν είναι ξεκάθαρα κωμικό, είναι απαραίτητη η πολύ καλή επικοινωνία μεταξύ των ηθοποιών και η ακρίβεια στους χρόνους, στοιχεία που η ομάδα αυτή έχει κατακτήσει.
Ο Ελισσαίος Βλάχος ως Γιοσίρου Γιαμαγκούσι με φυσικότητα στον παράλογο ρόλο του επιτυγχάνει να μας ξεναγήσει στη δική του πραγματικότητα, να μας κάνει να τον συμπαθήσουμε, ακόμη και να τον κατανοήσουμε. Ολίγον αστείος, ολίγον γραφικός, δέσμιος του παρελθόντος του. Μια φιγούρα που σίγουρα δημιουργεί ερωτηματικά εξαρχής και κεντρίζει το ενδιαφέρον.
Ο Σήφης Πολυζωίδης ενσαρκώνοντας τον μάτσο αστυνομικό είναι ο πρώτος που με μαεστρία μάς εισάγει στα άδυτα του μυστικού του χωριού. Ο Φοίβος Συμεωνίδης σε έναν ρόλο αναπάντεχο (που θα μπορούσε να αποτελέσει παγίδα για τον ίδιο και την παράσταση), αποδεικνύει για άλλη μια φορά το μεγάλο εύρος των υποκριτικών του δυνατοτήτων. Η Χαρά Δημητριάδη κρατάει τον πιο απολαυστικό για μένα ρόλο. Είναι η ιδιότροπη γεροντοκόρη που αν και έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια, διατηρεί εντούτοις μια τεράστια δίψα για ανθρώπινη επαφή. Με μια υπέροχη ερμηνεία η Χαρά Δημητριάδη αποφεύγει την εύκολη λύση του γκροτέσκ και καταφεύγει σε μια ιδιαίτερη σωματοποίηση του ψυχισμού της ηρωίδας της. Η κωμικότητα του ρόλου έρχεται αβίαστα. Τέλος, η Μαρία Μπαλούτσου, ως καταληκτικός και συνδετικός κρίκος με όλους τους προηγούμενους μάς προσφέρει το σφηνάκι της τραγικότητας που χρειαζόμαστε για να μην ξεχαστούμε και θεωρήσουμε πως είδαμε μια κωμωδία.
Αν είχατε δει τον «Τόρνο» και τον είχατε θεωρήσει σουρεάλ, εδώ βρισκόμαστε ένα σκαλί παραπάνω. Η ιστορία δεν παρουσιάζεται γραμμικά, αλλά παρεμβάλλονται αναδρομές στο παρελθόν ενισχύοντας την αίσθηση του θρίλερ όσο προχωράμε στα πιο σκοτεινά κομμάτια. Ο Μιχάλης Κοιλάκος με τη σκηνοθεσία του επιλέγει για ακόμη μια φορά τον ρεαλισμό, ακόμη και μέσα από τους πιο εκκεντρικούς ρόλους, δίνοντας προσοχή στη λεπτομέρεια με αποτέλεσμα το έργο να ακροβατεί μεταξύ κωμικού και τραγικού, μεταξύ ιλαρού και σκωπτικού, πηδώντας πότε από τη μια πότε από την άλλη πλευρά.
Το σκηνικό των Άννας Σάπκα και Μαργαρίτας Τζαννέτου και τα κοστούμια της Ιφιγένειας Νταουντάκη απόλυτα ταιριαστά στο ύφος του έργου αναδεικνύουν την αίσθηση της στασιμότητας και της αποδοχής μιας ντροπιαστικής κατάστασης. Η μουσική του Βασίλη Τζαβάρα και τα φώτα του Γιώργου Αγιαννίτη υπηρετούν με υποβλητικότητα το κλίμα του έργου βοηθώντας τον θεατή να ταξιδέψει νοερά στον χρόνο όπου χρειάζεται.
Εν κατακλείδι, αν σας άρεσε ο Τόρνος, αν απολαμβάνετε το μαύρο χιούμορ και είστε ανοιχτοί ή περίεργοι γι’ αυτό το είδος, να το δείτε! Μένουν δύο παραστάσεις!
コメント