(Θεατρο)ιστορίες γι’ αγρίους
Throwback Thursdays
Μια και αυτή την εβδομάδα είχαμε τα γενέθλια του Τσέχωφ (και τις κριτικές για τον θείο Βάνια), θα αφήσω αυτήν την Πέμπτη το αρχαίο δράμα και θα σας πάω στην παράσταση του Βυσσινόκηπου από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας το 2003.
Σκηνοθετούσε ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ, Θέμης Μουμουλίδης και έπαιζαν η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Μηνάς Χατζησάββας, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, η Βίκυ Βολιώτη κι αρκετοί άλλοι πολύ καλοί ηθοποιοί.
Και ευτυχώς που ξέραμε ότι είναι καλοί ηθοποιοί, γιατί στην συγκεκριμένη παράσταση παραλίγο να το ξεχάσουμε.
Για κάποιο λόγο, ο σκηνοθέτης αποφάσισε να αφαιρέσει όλες τις παύσεις από το έργο, του αφαίρεσε δηλαδή όλες τις ανάσες. Κι έτσι, χωρίς ανάσα, πήγαμε από την αρχή ως το τέλος. Ακούσαμε τα λόγια αλλά το έργο πέρασε και δεν ακούμπησε
Μήπως όμως το πρόβλημα ήταν του έργου; Μήπως πάλιωσε και δεν μπορεί να μιλήσει πια στην εποχή μας; Ίσως να έφευγα από το θέατρο με αυτή την άποψη, αν δεν είχα δει μερικά χρόνια πριν την ταινία "Ο Βυσσινόκηπος" του Μιχάλη Κακογιάννη. Εκεί, και όλο το έργο γίνεται απόλυτα κατανοητό, και σε συγκινεί, και αντιλαμβάνεσαι την ανάγκη των παύσεων.
Γιατί στο έργο υπάρχει μια παύση, που αν την βγάλεις, το κατέστρεψες.
Όταν ο βυσσινόκηπος αλλάζει ιδιοκτήτη και συναντιούνται η Βάρια με τον Λοπάχιν, κορυφώνεται το δράμα της μεταξύ τους σχέσης, που την έχουμε δει να χτίζεται σε όλο το έργο. Είναι εμφανώς ερωτευμένοι, αλλά ανήκουν σε διαφορετικές τάξεις. Τώρα όμως που άλλαξαν τα πράγματα, μήπως ο Λοπάχιν θα τολμήσει να την ζητήσει σε γάμο; Η Βάρια κρέμεται από τα χείλη του, όλο το κοινό κρέμεται από τα χείλη του, μέχρι κι η σκόνη στον αέρα κρέμεται από τα χείλη του. Στην παύση που κάνει ο Λοπάχιν, χωράει ένα ολόκληρο έργο.
Στην ταινία του Κακογιάννη κόντευα να σκίσω το δέρμα μου από την αγωνία. Στην παράσταση του Μουμουλίδη απλά το προσπεράσαμε.
Στην παράσταση αυτή κατάλαβα ότι η ουσία είναι να υπηρετήσει ο σκηνοθέτης το έργο και όχι να εξυπηρετήσει το έργο τον σκηνοθέτη. Αν το "εγώ" του σκηνοθέτη (γνωστό και ως "άποψη") είναι πιο πάνω από το έργο, όσο ωραίους φωτισμούς κι αν έχει, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι η σκηνογραφία, η παράσταση δεν θα είναι καλή.
Ο Κακογιάννης όχι μόνο υπηρέτησε το έργο, αλλά στο τέλος της ταινίας αποτίει και φόρο τιμής στο μέσο στο οποίο κανονικά ανήκει: το θέατρο.
Σε όλη την ταινία το στήσιμο των πλάνων είναι καθαρά κινηματογραφικό, δεν θυμίζουν καθόλου θέατρο (και δεν θα έπρεπε). Στην τελευταία σκηνή, όμως, όταν μένει ο γέρος υπηρέτης μόνος του στο σπίτι και κάθεται σε μια πολυθρόνα, ο Κακογιάννης κάνει το εξής. Με το που πέφτει το μπαστούνι, κλείνει και την κάμερα. Η ταινία ολοκληρώθηκε. Και αμέσως μετά την ξανανοίγει, την στρίβει σιγά σιγά και καταλήγει σε ένα πλάνο που δεν θυμίζει απλώς, αλλά είναι θεατρική σκηνή.
Εγώ χειροκρότησα. Στο σινεμά.