Σπυριδούλες, της Νεφέλης Μαϊστράλη
Σκηνοθεσία: Θανάσης Ζερίτης, Χάρης Κρεμμύδας / 4 Frontal
Φεστιβάλ Αθηνών
Τι παραστασάρα είδαμε πάλι χθες! Μια σύγχρονη τραγωδία, πολύ καλύτερη από τα περισσότερα ανεβάσματα αρχαίων τραγωδιών που συνήθως βλέπουμε τα καλοκαίρια.
Οι Σπυριδούλες είναι το τρίτο έργο που γράφει η Νεφέλη Μαϊστράλη βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, μετά τους Αριστερόχειρες και τα Μπλε καστόρινα παπούτσια, και είναι το καλύτερο. Η επιλογή της να ακολουθήσει την φόρμα της αρχαίας τραγωδίας ταίριαξε απόλυτα με την υπόθεση του έργου. Στα “επεισόδια” βλέπαμε την ιστορία της Σπυριδούλας, ενώ στα “στάσιμα” ο Χορός από νεαρές υπηρέτριες σχολίαζε τα τεκταινόμενα και διηγούνταν προσωπικές ιστορίες. Όλα τα βίαια γεγονότα διαδραματίστηκαν εκτός σκηνής, όπως και σε μια κλασική τραγωδία.
Υποκριτικά, η παράσταση ήταν άψογη. Αν και τα κορίτσια του Χορού ήταν μόνο 3 είχες την αίσθηση ότι είναι 10, τόσο όμορφα γέμιζαν την σκηνή. Η απουσία πολύ συγκεκριμένης ταυτότητας των μελών του Χορού, επέτρεψε στις ηθοποιούς να αναπαραστήσουν τις εμπειρίες δεκάδων κοριτσιών, βασισμένες σε πραγματικές ιστορίες.
Το ζευγάρι των αφεντικών της Σπυριδούλας εμφανίστηκε στο μπαλκόνι ως άλλη Κλυταιμνήστρα και Αίγισθος, με το σίδερο στην θέση του τσεκουριού. Η περιγραφή του σιδερώματος ήταν ένα από τα πιο ανατριχιαστικά πράγματα έχω ζήσει στο θέατρο.
Οι μουσικές επιλογές των Θραξ Πανκc ήταν επίσης εξαιρετικές. Τα παραδοσιακά τραγούδια, διασκευασμένα ή μη, έδωσαν την ατμόσφαιρα της εποχής και την προέλευση των χαρακτήρων. Το μοντέρνο (για την εποχή) τραγούδι του πλούσιου αφεντικού δημιούργησε αμέσως την αντίθεση, το χάσμα ανάμεσα σε αυτόν και τον φτωχό πατέρα (και τις Σπυρι-δούλες).
Την παραλλαγμένη προσευχή δεν την βρήκα καθόλου βέβηλη. Αντιθέτως, ήταν ένα από τα πιο προσεγμένα και πολυεπίπεδα σημεία του έργου. Η αντιστοίχιση του πραγματικού πατέρα που εγκαταλείπει την κόρη του, με τον “ουράνιο πατέρα” που έχει εγκαταλείψει τα “παιδιά” του στο έλεος των αφεντικών τους, ήταν γραμμένη με μαεστρία. Κάθε στίχος ήταν και μια γροθιά στο στομάχι. Στηλίτευε την κοινωνία, όχι την θρησκεία. Ήταν απόλυτα δικαιολογημένο να χάσουν την πίστη τους στον Θεό οι υπηρέτριες μετά από τον βασανισμό της Σπυριδούλας. (Αν δεν την χάσουν και τώρα, πότε θα την χάσουν;)
Γύρω στην μέση της παράστασης έκανα και μια συνειδητοποίηση που με σόκαρε. Στις περιγραφές των κοριτσιών για την ζωή τους στα σπίτια των αφεντικών τους κατάλαβα για ποιο λόγο όλα τα έπιπλα που έβλεπα ως παιδί σε Αθηναϊκά σπίτια, επιπλωμένα το ‘60 και ‘70, είχαν κλειδαριές. Αυτό που τότε μου φαινόταν μια περίεργη μόδα τελικά είχε μια πολύ μαύρη ιστορία.
Ελπίζω να παιχτεί και εκτός Φεστιβάλ Αθηνών την επόμενη θεατρική σεζόν, ώστε να την δουν κι όσες/όσοι δεν μπόρεσαν.