top of page
Εικόνα συγγραφέαΜαίρη Μαρκογιαννάκη

Ο Δημήτρης Καπουράνης και ο Θάνος Λέκκας μάς εξηγούν γιατί «Πρέπει να σου κοστίζει αυτό που φέρεις στη σκηνή…αλλιώς δεν αξίζει»

«Μια άλλη Θήβα»: Η παράσταση που μας απασχόλησε όσο καμιά, που τοποθέτησε απέναντί μας ένα “τέρας” και το “τέρας” αυτό έγινε ο φίλος, το παιδί μας, ο καθρέφτης μας. Τρεις ρόλοι, δύο ηθοποιοί, μία ψυχή. Μια μαγική θεατρική εμπειρία που πίσω της κρύβει ένα παιχνίδι αναζήτησης και νοιαξίματος πραγματικό. Όπως στη σκηνή, έτσι και στη συνάντησή μας ο Δημήτρης συμπληρώνει τον Θάνο και ο Θάνος τον Δημήτρη σαν το γιν και το γιανγκ. Εξάλλου, όπως λέει ο Θάνος, «Τη χημεία δεν την ξεγελάς». Υπέροχοι ερμηνευτές, ακόμη πιο υπέροχοι άνθρωποι, χαίρεσαι να τους κοιτάς, να τους ακούς να αναλύουν, να καταβυθίζονται στιγμές στιγμές στο έρεβος της ανθρώπινης ψυχής και να επιστρέφουν ως διαμεσολαβητές ηθοποιοί στα εγκόσμια για να μας προσφέρουν μια αχτίδα φως. Δεν είναι απλή η επιτυχία, «Πρέπει να σου κοστίζει αυτό που φέρεις στη σκηνή», λέει ο Δημήτρης, «…αλλιώς δεν αξίζει», συμπληρώνει ο Θάνος.


-Γιατί γίνατε ηθοποιοί;


Δημήτρης: Νομίζω πως μ’ αυτόν τον τρόπο οραματιζόμουν, μ’ αυτόν τον τρόπο έβλεπα τον εαυτό μου παρακάτω. Μια σειρά από διαδοχικές επιλογές που σιγά σιγά με διαμόρφωναν. Η πρώτη μου επαφή με το θέατρο έγινε στο Δημοτικό σχολείο. Τα Χανιά είναι μία ζεστή πόλη με πολύ θέατρο, αλλά επαγγελματικά δεν υπάρχει πρόσφορο έδαφος. Οπότε, στη συνέχεια έπρεπε να πάρω την απόφαση να φύγω από τα Χανιά και να έρθω στην Αθήνα.


Θάνος: Είναι μια διέξοδος το θέαμα, το να λες ένα αστείο, μια ιστορία, σε βάζει κάπως στο επίκεντρο απενοχοποιημένα γιατί μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Αυτό το στοιχείο με τράβαγε πάντα. Είσαι εκεί, παράγεις κάτι άλλο και δεν είσαι εσύ ακριβώς που κρίνεσαι. Και μετά η ίδια η παράσταση, το γέλιο, ο κόσμος, η διάδραση επάνω στη σκηνή, όλη αυτή η τρέλα μου άρεσε. Στη ζωή μου ήμουν και είμαι αρκετά οργανωτικός και του “τι πρέπει”. Γι’ αυτό ξεκίνησα κιόλας να σπουδάζω Βιολογία. Δεν ήταν συνειδητή επιλογή, ήταν μία ανάγκη να μην είμαι εγώ.

 

-Η παράσταση «Μια άλλη Θήβα» σάρωσε στην ομάδα μας τα βραβεία. Συγκεκριμένα απέσπασε το βραβείο Καλύτερης σκηνογραφίας, Καλύτερου κειμένου, Καλύτερου Δράματος, Καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Δημήτρη Καπουράνη και Καλύτερης παράστασης. Γράφτηκαν διθυραμβικές κριτικές, έγινε sold out, πήρε παράταση, μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερο θέατρο. Περιμένατε τόσο μεγάλη επιτυχία όταν ξεκινούσατε;


Δημήτρης: Όχι, με τίποτα. Ήταν να τελειώσει τον Φεβρουάριο και ξαφνικά τα Χριστούγεννα είδαμε ότι γέμισαν όλα, ήταν sold out!


Θάνος: Όχι, δεν περιμένω ότι θα ξαναέχω ποτέ τέτοια επιτυχία! (γέλια)

 

-Αφότου είδα το «Μια άλλη Θήβα» αναρωτήθηκα τι είναι αυτό που μας κάνει να ξεχωρίσουμε μία παράσταση, να μας συγκινήσει, να μας ταρακουνήσει. Και νομίζω πως αυτό συμβαίνει όχι όταν ταυτιζόμαστε με τους ήρωες, αλλά όταν συνδεόμαστε μαζί τους. Κι επειδή στο κέντρο της συγκεκριμένης παράστασης βρίσκεται ένα παιδί σε ανάγκη προσοχής, φροντίδας και τρυφερότητας, νομίζω πως βγήκε η ανθρωπιά μας, ίσως και η ενοχή μας. Εσείς γιατί νομίζετε πως άρεσε τόσο αυτή η παράσταση;


Δημήτρης: Γιατί μπορεί κανείς να κάνει μια τόσο σαφή σύνδεση. Από την άλλη, η παράσταση αυτή δημιουργεί μια κατάσταση, το set up, αλλά δίνει πάρα πολύ χώρο στη σκέψη του θεατή να εισβάλει μέσα στην παράσταση. Δεν επιβάλλει. Ο θεατής φαντάζεται πολύ παραπάνω πράγματα απ’ ό,τι εμείς κάνουμε εκείνη τη στιγμή. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου, του σινεμά και της ποίησης θα έλεγα.


Θάνος: Η παράσταση είναι αυτό που είναι, επειδή είναι ο Δημήτρης κι εγώ. Η αλληλεπίδραση και η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτούς τους τρεις ανθρώπους είναι τόσο τρυφερή, πηγαία, ειλικρινής που θες να την έχεις ζήσει κι εσύ με κάποιον τρόπο. Αυτό νομίζω πως έχει βοηθήσει την παράσταση να πετύχει.

-Πράγματι, το ιδιαίτερο με αυτό το κείμενο είναι ότι ενώ έχει μια πολύ βαριά θεματολογία στον πυρήνα του, την πατροκτονία, είναι σαν το γεγονός αυτό να μετατοπίζεται στο φόντο και στο προσκήνιο να έρχεται η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο ανθρώπους, τον Μαρτίν και τον Σ. Και πράγματι, αυτό που ξεχώρισε πλέον των ερμηνειών είναι η χημεία μεταξύ σας. Πώς επιτεύχθηκε αυτό; Γνωριζόσασταν από πριν;


Δημήτρης: Όχι, δεν γνωριζόμασταν από πριν. Με τον Θάνο γνωριστήκαμε για την παράσταση. Όταν έμαθα ότι θα παίζαμε μαζί, χάρηκα τρομερά πάρα πολύ και βρεθήκαμε σ’ ένα καφέ στα Εξάρχεια πρώτη φορά με σκοπό την παράσταση. Και πράγματι ταιριάξαμε πολύ. Νομίζω ο Θεοδωρόπουλος έχει αυτή την ικανότητα να ματσάρει ανθρώπους πολύ εύκολα.


Θάνος: Από την πρώτη στιγμή ο Δημήτρης με πήρε τηλέφωνο να πάμε για έναν καφέ. Δεν το έχει ξανακάνει ποτέ άνθρωπος αυτό. Τότε είπα «Α, μάλιστα, εδώ είμαστε».


-Θεωρείτε ότι η ατμόσφαιρα που έχετε δημιουργήσει στην παράσταση και βιώνουμε κι εμείς, είναι αποτέλεσμα της πραγματικής σας χημείας που έχετε ως άνθρωποι; Ή επειδή είστε δύο πολύ καλοί ηθοποιοί θα μπορούσατε να φτάσετε σε τέτοιο αποτέλεσμα ανεξαρτήτως ουσιαστικής σχέσης;


Θάνος: Καταρχάς, ευχαριστώ πάρα πολύ που το λες, ότι είμαστε πολύ καλοί ηθοποιοί. Δεν νομίζω ότι είναι ξεκομμένο το ένα από το άλλο. Με τον Δημήτρη αγαπιόμαστε πολύ, τον θαυμάζω και θέλω την άποψή του. Πριν ξεκινήσουμε κάθε παράσταση, μιλάμε για τη ζωή μας. Δεν ξέρω αν μπορεί να είναι κάποιος τόσο καλός ηθοποιός που να μπορεί να κοροϊδέψει τη χημεία. Παίζεις με τον άλλο και για τον άλλο. Εμείς παίζουμε ένα άλλο πράγμα από αυτό που βλέπει ο κόσμος. Ο κόσμος, αν συγκινείται κι αν νιώθει μια ένταση, είναι γιατί εμείς προσπαθούμε να πλησιάσουμε όντως, προσπαθώ να τον δω, προσπαθώ να κάνω παύσεις για τον Δημήτρη. Έχουμε μια παρτιτούρα στο μυαλό μας, αλλά παράλληλα παίζουμε ένα παιχνίδι που εξελίσσεται πάνω στη σκηνή. Βλέπουμε “Το άλλαξε, γιατί;” ή “Το ξέχασε, θα το καλύψω”. Αυτό είναι ένα παιχνίδι νοιαξίματος ζωογόνο.

 

-Εγώ θα σας πω τη δική μου εμπειρία από την παράσταση και πού άγγιξε εμένα. Για μένα ο Μάρτιν είναι η προσωποποίηση των παιδιών-μαθητών που ανήκουν σε χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, δεν έχουν ερεθίσματα από το σπίτι τους, ευκαιρίες εκπαίδευσης και δεν έχουν λάβει φροντίδα κι αγάπη. Αυτό που μου δείχνει αυτή η παράσταση είναι ότι αν βρισκόταν δίπλα τους κάποιος να φροντίσει αυτά τα παιδιά, όπως ο Σ., ίσως να είχαν σωθεί. Για σας, ως Δημήτρη και Θάνο, ποιος ήταν ο Μαρτίν;


Δημήτρης: Για μένα ο Μαρτίν είναι πολλά παιδιά που έχω δει σε ντοκιμαντέρ με κρατούμενους. Ο Μαρτίν ξύπνησε μέσα μου ένα κομμάτι συμπόνοιας, αλλά θέλησα και να τον κατανοήσω, χωρίς να τον αγιοποιήσω. Να δω πραγματικά τον άνθρωπο πίσω από αυτόν.


Θάνος: Για μένα ο Μαρτίν είναι αυτό που παίζει ο Δημήτρης. Τους έχω δει αυτούς τους ανθρώπους. Που στέκονται έτσι, μιλάνε έτσι, βάζουν μπροστά τη μαγκιά, που είναι διαβολικά έξυπνοι, έχουν χιούμορ, έχουν μια αλητεία πολύ γοητευτική. Είναι πιο γοητευτικός ο Μαρτίν από τον Φέδε, κι ας τον υποδύεται ο ίδιος άνθρωπος. Δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο στο μυαλό, αλλά αυτή την ενέργεια την ξέρω. Η ατάκα που λέμε «Τι χρώμα θα ήταν ο Μαρτίν;» και απαντάω «Διαμάντι» δεν υπάρχει στο κείμενο. Την προσθέσαμε για να δείξουμε μια πλευρά έρευνας λίγο διαφορετική. Εγώ βλέπω τον Μαρτίν ως έναν πολύτιμο άνθρωπο που δεν πρέπει να χαλάσουμε. Πρέπει να τον αγαπάμε. Έχει ένα στοιχείο ντομπροσύνης κι αγάπης που σε έλκει.

-Δημήτρη, έπλασες τον Μαρτίν με μια ιδιαιτερότητα στην προφορά, αλλά και στη στάση σώματος και τις κινήσεις. Εμπνεύστηκες από κάπου, υπάρχει κάποιο σκεπτικό πίσω από το στήσιμο του χαρακτήρα σου κατ’ αυτόν τον τρόπο ή ήταν προϊόν πειραματισμού στις πρόβες;


Δημήτρης: Όποτε ξεκινάω να φέρω έναν ρόλο, προσπαθώ να μεθοδοποιώ, να καλύπτω τα γνωσιακά κενά, να γεμίζω πληροφορίες πρώτα θεωρητικά. Έχω πολύ έντονη φαντασία από παιδάκι. Όσο περισσότερες πληροφορίες έχω, τόσο πιο καθαρά κι ανάγλυφα μπορώ να φανταστώ κάτι. Στη συνέχεια πάντα επιλέγω μια σωματικότητα επειδή μ’ αρέσει, αλλά κι επειδή πιστεύω πως επηρεάζει τον λόγο. Σε ντοκιμαντέρ που είδα για την παράσταση, παρατήρησα πως όλα τα παιδιά που είχαν μαθησιακές δυσλειτουργίες ή ήταν κακοποιημένα είχαν έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο ομιλίας, κάτι που μου επιβεβαίωσε κι ένας ψυχαναλυτής. Δεν έχουν δικό τους τόνο φωνής, μιμούνται τόνους φωνής άλλων. Αναπτύσσουν μια τέτοιου είδους εκφορά ή συμπεριφορές του φάσματος λόγω της δυσκολίας τους να επικοινωνήσουν με τους άλλους. Οπότε δεν αποκτούν ποτέ δική τους φωνή με καθαρή δική της θέση. Η φωνή του Μαρτίν δεν έχει ποτέ σαφή στόχο ή σαφή θέση τονικά και γι’ αυτό βάλαμε κι αυτή την ψευδοπροφορά. Ως προς τη σωματικότητα, είχαμε κολλήσει κάπου και όποτε κολλάω σωματικά σκέφτομαι τα ζώα. Εκεί, σκέφτηκα να πάρω στοιχεία για τον Μαρτίν από τον γορίλα και για τον Φεδερίκο από το σπουργιτάκι.

 

-Ως προς την εναλλαγή σου από Φεδερίκο σε Μαρτίν και αντιστρόφως φοβήθηκες ποτέ ότι θα μπερδευτείς; Ότι θα ξεχαστείς κι ας πούμε δεν θα αλλάξεις ακαριαία στάση σώματος από τον έναν ρόλο στον άλλο; Έχει κάποιο επιπλέον βαθμό δυσκολίας αυτό;


Δημήτρης: Καλά, στις πρόβες συνέβαινε όλη την ώρα. Ναι, υπάρχει ένας βαθμός δυσκολίας.


-Εσένα, Θάνο, ο χαρακτήρας σου, ο «Σ.», έχει μια γλυκύτητα και μια τρυφερότητα σχεδόν πατρική. Ο τόνος της φωνής σου, το βλέμμα σου πρόδιδαν πραγματικό ενδιαφέρον για τον Μαρτίν. Όντως σου βγήκε κάτι το πατρικό; Πώς έχτισες τον ρόλο σου;


Θάνος: Ο Σ. είναι ένας δραστήριος, θετικός, ήσυχος άνθρωπος, ακαδημαϊκός, πολύ προσεκτικός, πολύ woke, δεν λέει τίποτα παραπάνω που δεν χρειάζεται. Δεν θα πλησιάσει παραπάνω, θα σεβαστεί, θα περιμένει να τον σεβαστούν. Μιλάει με τρόπο που δεν είναι ποτέ δηκτικός, είναι συμπεριληπτικός, έχει μια τέτοια ενσυναίσθηση που βγάζει και μια ψυχρότητα. Η πατρικότητα εμφανίζεται άθελα ή μη. Ο Βαγγέλης επέμενε πολύ στο ότι πέρα από την τρυφερότητα, ο Σ. είναι επαγγελματίας και θέλει να βγάλει μια παράσταση. Ο Σ. δεν είναι εκεί για να σώσει τον Μαρτίν. Είναι εκεί και τον σώζει. Τελικά, δεν μπορεί να μη νιώσει ευθύνη για τον άνθρωπο που απλώνει το χέρι, μια εκτίμηση. Τον θαυμάζει, τον αγαπάει πια. Η διαδικασία του να βρω τον Σ. και να μην τον κάνω ρομπότ ήταν κάτι που με παίδεψε. Στην αρχή ήταν λίγο αποστασιοποιημένος, υποτονικός. Όσο προχωρούσαν οι πρόβες κι οι παραστάσεις, μέσα από την αλληλεπίδραση με τον άλλον ήρωα, βγήκε περισσότερο συναίσθημα στον Σ., έγινε πιο άνθρωπος. Ακόμη και τώρα πλάθουμε τους χαρακτήρες. Με την πάροδο του χρόνου αποκτούν άλλο βάθος κι ωριμότητα.

 

-Μπαίνοντας οι θεατές στην αίθουσα, είστε ήδη εντός ρόλου. Ο Δημήτρης είναι ο Μαρτίν στο μπασκετάκι και ο Θάνος είναι ήδη ο συγγραφέας-σκηνοθέτης, ο οποίος μας καλωσορίζει με τον τρόπο του στην παράσταση. Αυτή η αρχή σάς συγκεντρώνει στους ρόλους σας ή έχετε ήδη προετοιμαστεί πριν βγείτε στη σκηνή;


Δημήτρης: Ας σπάσουμε έναν μύθο τώρα, ήρθε η ώρα. Απομυθοποιούμε πλήρως το “μπαίνουμε σ’ έναν ρόλο”. Εσύ είσαι πάνω στη σκηνή. Χρειάζεται μια συγκέντρωση, ώστε αυτά που έχεις στο κεφάλι σου να μπουν σε μία καθαρή σειρά και να ζεστάνεις το σώμα σου, ώστε να το αφήσεις να πλεύσει σε αυτές τις επιλογές που έχεις κάνει. Ο καθένας έχει τον τρόπο του να τα κάνει όλα αυτά. Δεν νομίζω πως “μπαίνουμε” σε κανένα ρόλο ή “βγαίνουμε” από κάτι. Εμάς πιο πολύ μας χαροποιεί αυτή η κατάσταση. Είναι άλλη η λογική του να κλείνουν τα φώτα, να μπαίνεις στη σκηνή, να ξεκινάει το έργο κι άλλη η διάσταση ότι οι θεατές κι εμείς είμαστε το ίδιο.

-Στην ομάδα μας γράφτηκαν κάποια σχόλια-ενστάσεις για τον τίτλο του έργου και τον συσχετισμό του με τον μύθο του Οιδίποδα. Γιατί να ονομαστεί «Μια άλλη Θήβα», αφού ο Οιδίποδας δεν γνώριζε πως σκότωνε τον πατέρα του ενώ ο Μαρτίν το γνώριζε πολύ καλά; Μήπως είναι και λίγο διαφημιστικό κόλπο;


Δημήτρης: Έχει πλάκα γιατί ακριβώς αυτό ρωτάω εγώ, ο Φεδερίκο, τον Σ. κι ακριβώς αυτό μου εξηγεί ο Σ. στην παράσταση. Λέγεται «Μια άλλη Θήβα» γιατί ο μύθος στην περίπτωση του Οιδίποδα, το αρχέτυπο αυτό, είναι ένα πεδίο για συζήτηση που συμπεριλαμβάνει πολύ μεγάλες θεματικές. Μπορεί να γίνει μια διατριβή για κάθε πτυχή του έργου. Κι εμείς στην παράσταση δεν αναλύουμε ποτέ κάθετα και συνειδητά καθετί που συμβαίνει στο έργο. Για τον Σέρχιο Μπλάνκο το έργο αυτό ήταν ένα πρόσφορο έδαφος να συζητηθούν πράγματα. Έχει marketing μέσα; Έχει. Έχει όμως και τον πυρήνα του έργου; Έχει.


Θάνος: Εμένα με ταλαιπώρησε πάρα πολύ αυτό το σημείο γιατί είμαι σπασικλάκι και Σ. (γέλια). Μαθαίνουμε τι είναι άνδρας και τι είναι γυναίκα από τον πατέρα και τη μητέρα μας. Συνήθως η μητέρα είναι ο καθρέφτης και η φροντίδα και ο πατέρας είναι το όριο, ο νόμος και η προστασία. Επομένως όταν σκοτώνεις έναν άνθρωπο, σκοτώνεις έναν γονιό σου. Η ικανότητα να σκοτώσεις άνδρα, είναι η ικανότητα να σκοτώσεις τον πατέρα σου. Το αν έπρεπε να τον σκοτώσει, ο ίδιος συνεχίζει να το σκέφτεται. Ο Μαρτίν σε όλο το έργο τον αποκαλεί «πατέρα». Ποτέ δεν τον αποκαθήλωσε. Στην πραγματικότητα αυτό που πρέπει να αγκαλιάσουμε είναι πως οι ίδιοι έχουμε μέσα μας τη σκέψη ότι έπρεπε να σκοτώσει τον πατέρα του. Το ότι έχουμε αρκετό θυμό, ώστε να πούμε ότι άξιζε στον πατέρα να πεθάνει. Οι άνθρωποι δεν είμαστε όμορφοι, ηθικοί κι αγγελικά πλασμένοι. Έχουμε και τις δυο πλευρές και πρέπει να τις έχουμε, γιατί όσο αρνούμαστε ότι έχουμε τη σκοτεινή πλευρά, αυτή μεγαλώνει. Και κάποια στιγμή, σκοτώνει.

-Κάτι που προβλημάτισε επίσης κάποια μέλη μας ήταν η ερωτική όψη της σχέσης που εκδηλώνεται σε κάποια φάση στο έργο. Σας προβλημάτισε το σημείο αυτό; Γιατί στο κείμενο υπάρχει, αλλά το πώς θα αποδοθεί νομίζω πως είναι επαφίεται στη σκηνοθετική προσέγγιση.


Θάνος: Ο Βαγγέλης επέμενε ότι δεν πρέπει να αναπτυχθεί κάτι ερωτικό μεταξύ τους, γιατί θα ήταν σαν ο Σ. να υπόσχεται κάτι και μετά να αφήνει τον Μαρτίν στη φυλακή.


Δημήτρης: Η πρόταση ήταν δικιά μας. Εγώ δεν μπορούσα να το φανταστώ αλλιώς. Ένα παιδί που είναι εγκλεισμένο με τόσο έντονη σεξουαλικότητα, συναντάει τον συγκεκριμένο άνθρωπο, έναν πανέμορφο σαραντάρη. Νομίζω πως είναι μονόδρομος να ζητήσει αποδοχή έτσι όπως έχει μάθει να παίρνει αποδοχή κοινωνικά, όπως έχει μάθει να βγάζει λεφτά. Σίγουρα σκέφτεται ότι ο Σ. θα τον συμπαθήσει περισσότερο ή ότι θα κερδίσει κάτι από αυτόν. Είναι προφανές στο έργο. Σε άλλες χώρες που ανέβηκε έδωσαν άλλη διάσταση στο θέμα. Στην Ουρουγουάη ήταν απείρως πιο έντονο ερωτικά, στην Αγγλία δεν έδωσαν καμία βάση σ’ αυτό. Το σχόλιο αυτό νομίζω πως κρύβει μια ανασφάλεια από αυτόν που το εκφράζει, έναν φόβο.


Θάνος: Το θέμα δεν είναι ο Μαρτίν, αλλά ο Σ. τι κάνει. Βέβαια, ο Σ. δεν μιλάει για τη θρησκεία ή τη σεξουαλικότητά του, δεν έχει χώρο αυτή η συζήτηση εδώ. Το γεγονός ότι δεν του λέει «Όχι, δεν μου αρέσεις», αλλά «Δεν ξέρω», δείχνει ότι πλέον τον αφορά να του πει την αλήθεια. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί του το λέει. Ξέρω ότι πρέπει να το παίξω με μεγάλο ενδοιασμό, να το σκεφτώ αρκετά μέχρι να κάνω το κάθε βήμα και πρέπει να βγάλει ο καθένας το συμπέρασμά του. Αν πάω να παίξω κάτι συγκεκριμένο, όλο το θέατρο γίνεται βαρετό. Πρέπει κάτι να υπάρχει στον αέρα.

-Έχετε νιώσει πως φέρετε κάποια ευθύνη με αυτό το έργο, καθώς μπορεί ανάμεσα στους θεατές να βρίσκονται κακοποιημένα «παιδιά»:


Δημήτρης: Και όχι μόνο. Πατεράδες που χτυπάνε τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους; Εγώ αυτό σκέφτομαι πιο πολύ.


Θάνος: Νιώθω την ευθύνη ως ρόλος γιατί βλέπω έναν άνθρωπο που μου ζητάει τα πάντα και πρέπει να πάρω μια θέση ανάλογα με τον χαρακτήρα μου και με το πόσο καλό ή κακό μπορώ να του κάνω. Έχει κάνει λάθος κινήσεις ο Σ. και μετανιώνει πολύ γι’ αυτές. Αυτό το οποίο τον βοηθάει να το ξεπεράσει, είναι ο Μαρτίν. Ο Μαρτίν έχει τη δύναμη να πει «προχωράμε». Κι αυτό παίρνει την ευθύνη από μένα και τη βάζει σε μας. Ο Σ. περιμένει ότι η σχέση που αναπτύσσεται θα είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να διαχειριστεί, ενώ στην πραγματικότητα είναι κάτι στο οποίο θα πρέπει να εμπλακεί. Έχει διαφορά.

 

-Ποια είναι η συνθήκη για να κάνει ένας ηθοποιός μια σπουδαία ερμηνεία; Είναι πιο πιθανό να αποδώσει καλύτερα όταν σε κάποιο σημείο ταυτίζεται με τον ρόλο του ή μπορεί να αποστασιοποιηθεί και να τον χτίσει σταδιακά από έξω προς τα μέσα με εξίσου μεγάλη επιτυχία;


Δημήτρης: Φυσικά και χρειάζεται κάποιου είδους ταύτιση, ένα έντονο αντίκρισμα, πρέπει κάτι να σου κοστίζει όλο αυτό. Όταν παίρνουμε μια θέση στην τέχνη τα πράγματα γίνονται ασφαλή, προστατευμένα. Είναι ωραίο κάθε βράδυ να μην ξέρεις πώς θα πάει, κάθε βράδυ να μην μπαίνεις σε ράγες, να είσαι σαν το καράβι• ξέρεις ποια πορεία θα πάρει, αλλά δεν είσαι σίγουρους για τον καιρό σήμερα. Κάθε μέρα που ερχόμαστε στο θέατρο είμαστε άλλοι άνθρωποι. Προσωπικά με ενδιαφέρει ο κίνδυνος, η αναζήτηση πάνω στη σκηνή, με ενδιαφέρει να φέρω κάτι που κι εμένα μου κοστίζει. Με ενδιαφέρει να φέρνω πολλή ενέργεια σ’ αυτό που κάνω κι ας είναι κάποιες φορές άτεχνο. Δεν νομίζω πως τον κόσμο πραγματικά τον ενδιαφέρει η τεχνική αρτιότητα. Είναι πολύ εύκολο σαν θεατής να θαυμάζεις κάτι, θαυμάζεις μάλλον μια πτυχή του εαυτού σου που κατανόησε κάτι. Είναι δύσκολο όμως να προσπαθήσεις να κατανοήσεις κάτι, να μετατοπιστείς, να ακούσεις μια ησυχία σε μία παράσταση και να φανταστείς κάτι που δεν σου έχουν δώσει ακριβώς.


Θάνος: Είτε φτιάξεις κάτι με δικό σου υλικό από την αρχή, είτε το φτιάξεις απ’ έξω, το φτιάχνεις εσύ. Επομένως πρέπει να το φροντίσεις. Τίποτα δεν γίνεται καλό, αν δεν το αγαπάς. Κι η αγάπη είναι το πιο δικό μας πράγμα που έχουμε. Επομένως, ναι, πρέπει να δώσεις με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο κάτι από σένα. Αλλιώς δεν αξίζει. Πολλές φορές η απόσταση σ’ αυτό που κάναμε και σ’ αυτό που λέμε και είμαστε, είναι τόσο μεγάλη που και το κοινό αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει. Τότε ο θεατής από μόνος του ενώνει τα κομματάκια από τις εμπειρίες του. Είναι κι αυτό μέρος της δουλειάς, τι δεν λέγεται. Για μένα η παράσταση είναι στις παύσεις, σε αυτά που δεν λέγονται. Επομένως είναι πολλά τρικ που οδηγούν στο να είναι ενδιαφέρον αυτό που βλέπεις και να σε αφορά. Και δεν είναι απαραίτητα το να το ζεις επί σκηνής, πρέπει όμως να το αγαπάς.

-Πώς είναι να σας αναγνωρίζει ο κόσμος μέσα από τη δουλειά σας στο θέατρο;


Δημήτρης: Με χαροποιεί περισσότερο όταν με αναγνωρίζει κάποιος από το θέατρο γιατί ξέρω ότι μοιραστήκαμε μια κοινή εμπειρία εκείνο το βράδυ. Ενώ στην τηλεόραση υπάρχει μια καλοπροαίρετη οικειότητα, την οποία εγώ δεν την ξέρω, χωρίς κόπο. Το θέατρο έχει ένα κοινό βίωμα. Υπάρχει μια συνενοχή.

 

-Ποια τα επόμενα θεατρικά σας σχέδια;


Θάνος: Είμαστε σε περιοδεία με το «Μια άλλη Θήβα», σε Αθήνα, Κρήτη, Άνδρο. Από Οκτώβριο ο στόχος είναι να συνεχιστεί η παράσταση Δευτερότριτα. Από Τετάρτη ως Κυριακή θα είμαι στο «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου με καινούργιο θίασο σε ένα νέο έργο.


Δημήτρης: Εκτός από το «Μια άλλη Θήβα», το επόμενο μεγάλο στοίχημα για μένα είναι το “Brokeback mountain” σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου και μια τρομερή ομάδα συνεργατών. Έχουμε ξεκινήσει πολύ καιρό να αναλύουμε το κείμενο και να το δουλεύουμε. Ανοίγει ένα θέμα ταμπού με έναν πολύ παράδοξο τρόπο και στοχεύει ακριβώς στον πυρήνα του προβλήματος, στο σύνδρομο «ντουλάπας», το ότι η κοινωνία ωθεί τους ανθρώπους να κρύβουν τον εαυτό τους σε μια ντουλάπα.

 

-Δημήτρη, ποιο είναι το Δράμα σου ή ποιο Δράμα θα ήθελες να ζήσεις;


Δημήτρης: Γράφω μια πολύ ωραία ιστορία, η οποία ξεκινάει το ‘44 με ένα παιδί 6 χρονών που πάει στην Αμερική και ζει στο ‘70 στο Σαν Φρανσίσκο στον πυρήνα των πάντων. Θα ήθελα να ζήσω αυτό το δράμα, να γυριστεί αυτή η ταινία.

 

-Θάνο, εσένα ποιο είναι το Δράμα σου ή ποιο Δράμα θα ήθελες να ζήσεις;


Θάνος: Το δράμα μου είναι ότι είμαι καλό παιδί, με ό,τι σημαίνει αυτό, δεύτερες σκέψεις, ενοχές, δεν ξέρω και δεν μπορώ να πω αυτό που θέλω, βάζω τους άλλους πριν από μένα de facto. Ποιο Δράμα θα ήθελα να ζήσω; Λέει η χορός στη Μήδεια «Δώσε μου όσο έρωτα αντέχω», μια συνειδητή ζωή.

 

Κι αν «η παράσταση είναι στις παύσεις, σε αυτά που δεν λέγονται», η συνάντηση αυτή για μένα είναι σε όσα δεν είπαμε, σε όσα θέματα ανοίξαμε με το μικρόφωνο κλειστό και σε όσα ρωτήσαμε και απαντήσαμε χαμογελώντας. «Είναι ωραίο να μην ξέρεις κάθε βράδυ πώς θα πάει», είναι ωραίο να σε ξαφνιάζουν ακόμη οι άνθρωποι.

Μια άλλη Θήβα

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Κείμενο

Σέρχιο Μπλάνκο

Σκηνοθεσία

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

Μετάφραση

Μαρία Χατζηεμμανουήλ

Σχεδιασμός Φωτισμών

Αποστόλης Κουτσιανικούλης

Σκηνογράφος

Κώστας Πολίτης

Ενδυματολόγος

Κλαιρ Μπρέισγουελ

Βοηθός σκηνοθέτη

Θάνος Παπαδόγιαννης

Σχεδιασμός Βίντεο

Αποστόλης Κουτσιανικούλης

Επιμέλεια κίνησης

Ξένια Θεμελή

Φωτογραφίες

Πάτροκλος Σκαφίδας

Βίντεο/trailer

Αποστόλης Κουτσιανικούλης

Μουσική

Σταύρος Γασπαράτος

Ερμηνεία

Δημήτρης Καπουράνης, Θάνος Λέκκας

Σχετικές αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page