Underground, βασισμένο στην ομώνυμη ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα
Σκηνοθεσία: Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς
θέατρο Ακροπόλ
Πώς να αποδώσεις μια ταινία-σταθμό μιας εποχής; Πώς να περάσεις τα μηνύματα της «υπόγειας» ζωής μέσω μιας υπέργειας φαντασμαγορικής σκηνής; Πώς να μεταφέρεις την αιματοβαμμένη ιστορία της Γιουγκοσλαβίας μέσω της ελληνικής κουλτούρας που κουβαλάει κι αυτή τα δικά της τραύματα;
Σίγουρα παράσταση και ταινία δεν μπορούν να ταυτιστούν, δεν είναι το ίδιο. Όχι μόνο γιατί είναι διαφορετικό είδος τέχνης, όχι μόνο γιατί η ταινία προηγήθηκε, αλλά διότι κι εμείς δεν είμαστε οι ίδιοι από τότε.
Όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι μια πολύ αξιόλογη μεταφορά της ατμόσφαιρας, των συμβολισμών και της αισθητικής της ταινίας στο σανίδι. Και μέσω αυτής, της ιστορίας της Γιουγκοσλαβίας από τον Β´ παγκόσμιο πόλεμο ως τον εμφύλιο.
Δυο αδερφικοί φίλοι, ο Μπλάκι και ο Μάρκο αγαπούν την ίδια γυναίκα, τη Νατάλια και ως παρτιζάνοι μάχονται τον ίδιο εχθρό, τον ναζισμό. Το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου βρίσκει τον έναν ήρωα επί της γης, τον άλλο να ζει σαν ποντικός υπόγεια για την ασφάλειά του. Ο πρώτος «ξεχνάει» να ενημερώσει τον δεύτερο για τη λήξη του πολέμου αφήνοντάς τον στο υπόγειο. Ενώ πάνω επικρατεί ο κομμουνισμός, κάτω εκκολάπτεται ο εθνικισμός. Όταν ο δεύτερος ξυπνάει, ξεσπάει ο εμφύλιος της Γιουγκοσλαβίας.
Οι τρεις βασικοί ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν επάξια στους τρεις κεντρικούς ρόλους. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ως Μάρκο έχοντας βρει τη χρυσή τομή μεταξύ κωμωδίας και γκροτέσκ μάς σαγήνευσε με τον γνωστό τρόπο που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Ο Γιάννης Τσορτέκης ως Μπλάκι στην παράσταση αυτή ξαναβρίσκει τον εαυτό του (αυτόν που έχασε το καλοκαίρι στην Επίδαυρο) και κρατάει το τέμπο της παράστασης υψηλά. Θα σταθώ στην Αλεξάνδρα Αϊδίνη που για ακόμη μία φορά αποδεικνύεται κορυφαία ηθοποιός. Ως Νατάλια, σύμφωνα με την ταινία, όφειλε να είναι κωμική, γκροτέσκ και σε σημεία υπερβολική. Παρότι δεν την έχουμε συνηθίσει σε τέτοιους ρόλους, το έκανε σαν να έχει εκπαιδευτεί χρόνια σε αυτό το είδος υποκριτικής. Ωστόσο, υπήρχαν στιγμές, σιωπές, βλέμματα που συγκέντρωνε πάνω της όλο τον πόνο και τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στην παράσταση έχει προστεθεί ένας αφηγητής για να διασαφηνίζει τα δυσνόητα σημεία. Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι εκλαΐκευση, αλλά μία θεμιτή διευκόλυνση του κοινού που μπορεί να μη γνωρίζει ή να μη θυμάται την υπόθεση του έργου. Η χαρακτηριστική μουσική του Μπρέγκοβιτς από τη ζωντανή ορχήστρα κατά τη διάρκεια της παράστασης ηχεί στο μυαλό μας αρκετό καιρό μετά τη θέασή της.
Τολμηρό το εγχείρημα, δικαίως επιλέχτηκαν τρεις κορυφαίοι ηθοποιοί για την απόδοσή του. Απευθύνεται και σε κοινό που δεν γνωρίζει κατ’ ανάγκην την ταινία, αλλά ασφαλώς θα έχει σφαιρικότερη εικόνα αν την έχει δει. Αξίζει τόσο ως θέαμα, όσο και ως ιστορία-αφορμή να στραφεί το βλέμμα μας έξω από τα σύνορά των δικών μας προβλημάτων και επιστρέφοντας να σκεφτούμε κριτικά τους δικούς μας εθνικούς ήρωες κι εχθρούς.
