«Μέχρι να σβήσουν τ’ άστρα», ένα γυναικείο σύμπαν σε ανδρικά χέρια
- Μαίρη Μαρκογιαννάκη

- πριν από 13 λεπτά
- διαβάστηκε 4 λεπτά
Μια κανονική ζωή, μια κανονική οικογένεια, μια κανονική ημέρα του γάμου, τι άλλο να ζητήσει κανείς πέρα από μια κανονικότητα.
Παντρεύεται η μικρότερη αδερφή και όλα μοιάζουν κανονικά, χτενίζονται μαλλιά, βάφονται χείλη, ανταλλάσσονται γυναικεία αστεία -όχι αυτά που φαντάζονται οι άντρες, αλλά αυτά που πραγματικά λέγονται μεταξύ γυναικών.
Το νυφικό δεν κουμπώνει-η πρώτη ρωγμή. Κάτι έπρεπε να πάει στραβά, ας είναι αυτό. Ας είναι όλα τα άλλα κανονικά.
Τίποτα όμως δεν είναι κανονικό σε μια «κανονική» οικογένεια.

Η Beth Steel πλάθοντας ηρωίδες που αρχικά μοιάζουν συνηθισμένες, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της οικειότητας. Στην πραγματικότητα, όμως, υφαίνει μια εκ βαθέων εξομολόγηση, εστιασμένη στη γυναικεία ψυχολογία, στη γυναικεία αεικίνητη φύση• το κείμενό της γίνεται μια ωδή, όχι στη γυναίκα-σύμβολο, αλλά στη μέση, «κανονική» γυναίκα με τα καλά και τα στραβά της που ενδύεται και απεκδύεται αδιάκοπα τους ρόλους της –της αδερφής, συντρόφου, μάνας, κόρης, ερωμένης. Πού στέκεται η ίδια μέσα σε όλα αυτά; Ποια υπήρξε; Πώς ονειρευόταν να δει τον εαυτό της μεγαλώνοντας και πού τον συναντά σήμερα;
Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκονται «οι τρεις αδερφές». Η παραπομπή στον Τσέχωφ δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς η Beth Steel μοιάζει σαν να μας επανασυστήνει τον Ρώσο δραματουργό μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα. Η τραγικότητα δεν εκπορεύεται από εξαιρετικές μορφές που χτυπήθηκαν από τη μοίρα, αλλά από τους καθημερινούς ανθρώπους, από αυτούς που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη ζωή τους, από αυτούς που προσπαθούν να συνεχίσουν να ζουν…

Η αίσθηση εγκλωβισμού είναι διάχυτη. Όλα εκτυλίσσονται γύρω από την ημέρα του γάμου, σε ένα σπίτι όπου συναντώνται οι τρεις γενιές μιας οικογένειας. Κι εκεί που έχουμε πειστεί πως τίποτα το ιδιαίτερο δεν πρόκειται να συμβεί, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ανατρέπει το σκηνικό ανοίγοντας μπροστά μας ένα παράλληλο σύμπαν. Το φως λιγοστεύει, τα περιθώρια μοιάζουν να στενεύουν, η ένταση κορυφώνεται. Τότε συνειδητοποιούμε πως όλα τα σημάδια ήταν μπροστά μας, μα εμείς δεν θελήσαμε να τα δούμε. Όπως συχνά συμβαίνει και στη ζωή.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος έχει το χάρισμα να μας παραδίδει χαρακτήρες αυτόφωτους, με τους οποίους ο θεατής συνδέεται σε ένα προσωπικό επίπεδο. Aφήνει τις σχέσεις να αναπτυχθούν οργανικά, χωρίς επιτήδευση, ενώ ταυτόχρονα ρυθμίζει αδιόρατα την κλιμάκωση της έντασης. Αυτό που ξεκινά σα στιγμιότυπο καθημερινότητας, εξελίσσεται σε πεδίο σύγκρουσης και απογύμνωσης των ψυχικών μηχανισμών των ηρώων.

Ο ρυθμός της παράστασης ακολουθεί το ίδιο μοτίβο• ξεκινάει σα γάργαρο νερό και καταλήγει χείμαρρος που παρασύρει τα πάντα, μαζί και τους θεατές. Όταν πέφτει η αυλαία, νιώθεις την ανάγκη να φωνάξεις, να κλάψεις, να αποφορτιστείς. Πρόκειται για μια παράσταση χωρίς κάθαρση, ένα «γιατί» χωρίς απάντηση, ένα «γαμώτο» χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη.
Οι εικόνες που δημιουργεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος μέσα στο σκηνικό του Πάρι Μέξη ακροβατούν ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ρομαντισμό, μεταδίδοντας άλλοτε την αγωνία της επιβίωσης κι άλλοτε την ανάγκη για λίγη μαγεία. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, καθρεφτίζουν την ψυχολογία των ηρώων, πότε λούζοντας τη σκηνή στο φως και πότε βυθίζοντάς τη στα σκοτάδια.

Οι γυναικείοι ρόλοι του θιάσου αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της παράστασης. Η Άννα Καλαϊτζίδου, σαγηνεύει ως ώριμη, περπατημένη γυναίκα που κινείται ανάμεσα στη βεβαιότητα και την αυτοαμφισβήτηση. Απέναντι της στέκεται η Σύρμω Κεκέ, υποδυόμενη γυναίκα τακτοποιημένη και κατασταλαγμένη, σύζυγο, μητέρα, εργαζόμενη. Κουβαλά τα βάρη ενός κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος φορτωμένου με προκαταλήψεις.
H Ελίνα Ρίζου, ως μικρότερη αδερφή, ξεκινά με μια ελαφρώς γκροτέσκ απόδοση του άγχους της ημέρας, για να μας καθηλώσει στο φινάλε με το ξέσπασμά της, όταν τα συναισθήματα αποδεσμεύονται από κάθε υποχρέωση ωραιοποίησης. Η Μαρία Κατσιαδάκη, με ωριμότητα και άνεση ενσαρκώνει τη θεία, μια μορφή που υποκαθιστά την απουσία της μητέρας. Υπέροχες και οι νεαρές ηθοποιοί, Υακίνθη Κωνσταντοπούλου και Μαντώ Μιχαλιού, στους ρόλους των κοριτσιών.

Στο γυναικείο αυτό σύμπαν, οι άνδρες της παράστασης κατέχουν ρόλο καταλυτικό. Ο Κώστας Φλωκατούλας είναι συγκινητικός στον ρόλο του πατέρα. Η τρεμάμενη φωνή του αποδίδει την τρυφερότητα, τη μετέωρη αίσθηση της απώλειας που επιμένει, το βάρος των πολιτικών επιλογών μιας εποχής που άφησε πληγές. Ο Δαυίδ Μαλτέζε, ως μετανάστης γαμπρός, μεταφέρει επιτυχημένα τη συνθήκη του ανθρώπου που δεν ανήκει πουθενά. Ο Χάρης Γρηγορόπουλος, στον ρόλο του θείου, αποδίδει με ακρίβεια τον άντρα που θέλει να περνά απαρατήρητος μέχρι να χρειαστεί να γίνει ορατός. Ο σύζυγος Χρίστος Στυλιανού, στον ρόλο του συζύγου, ενσαρκώνει τον άνδρα που ζει ανάμεσα στο καθήκον και την αδυναμία, αναδεικνύοντας τη συχνά ανομολόγητη κόπωση του έγγαμου βίου.
Παρά τα στοιχεία που μαρτυρούν την αγγλική του καταγωγή, το έργο γίνεται κατά ένα αξιοθαύμαστο τρόπο εξαιρετικά οικείο στο ελληνικό κοινό. Ίσως γιατί, όπως έχει σημειώσει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, όταν κάτι είναι αυθεντικά τοπικό, γίνεται οικουμενικό. Και παρότι αποτελεί μια ανατομία της γυναικείας ψυχολογίας –θα προσθέσω εγώ- τελικά υπερβαίνει το φύλο και αγγίζει κάτι βαθιά ανθρώπινο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση Αντώνης Γαλέος - Κοραλία Σωτηριάδου
Σκηνοθεσία Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Σκηνογράφος - Ενδυματολόγος Πάρις Μέξης
Μουσική Άγγελος Τριανταφύλλου
Επιμέλεια κίνησης Ξένια Θεμελή
Σχεδιασμός φωτισμών Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτη Πάνος Κορογιαννάκης
Βοηθός σκηνογράφου - ενδυματολόγου Δέσποινα Ζαχαρίου
Παίζουν Χάρης Γρηγορόπουλος, Άννα Καλαϊτζίδου, Μαρία Κατσιαδάκη, Σύρμω Κεκέ, Υακίνθη Κωνσταντοπούλου, Δαυίδ Μαλτέζε, Μαντώ Μιχαλιού, Ελίνα Ρίζου, Χρίστος Στυλιανού, Κώστας Φλωκατούλα
Πού: θέατρο Χώρα
Πότε: Τετάρτη 20:00, Πέμπτη-Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:30 & 21:15 & Κυριακή 18:00




