top of page

Η Σταύρωση και η Ανάσταση ενός Οιδίποδα

Πόσες φορές έχουμε νιώσει πως η ζωή μάς ξεπερνά, πόσες φορές μας βρίσκουν γεγονότα ασύλληπτα για τον ανθρώπινό μας νου, πόσες φορές δεν έχουμε ψελλίσει: «Γιατί σ’ εμένα;».


Οιδίπους. Το βρέφος που οι ίδιοι του οι γονείς αλυσοδέσαν για να το οδηγήσουν στον θάνατο. Το παιδί που μεγάλωσε δίχως να γνωρίζει την αληθινή του ταυτότητα, που εκπατρίστηκε δις, για να καταλήξει φονιάς του πατέρα του και σύντροφος της μητέρας του· για να γεννήσει μαζί της τα παιδιά του.


Ένας άνθρωπος αθώος, νομικά και ηθικά, όπως υποστηρίζει και o ίδιος, αφού τα εγκλήματά του τελέστηκαν χωρίς επίγνωση. Ένα θύμα των χρησμών, της μοίρας, της θεϊκής βούλησης. Κι όμως, γιατί να τιμωρείται;


ree

Γιατί να γεννιούνται παιδιά ανεπιθύμητα, να τα πετούν οι γονείς τους σα σκουπίδια;

Γιατί οι άνθρωποι να τρέχουν να ξεφύγουν από το κακό και να τους βρίσκει χειρότερο κακό εκεί που καταφεύγουν;

Γιατί οι «μεγάλοι» να χαράζουν τις μοίρες των «μικρών»;

Γιατί τη μια μέρα να (νομίζεις πως) είσαι βασιλιάς και την άλλη πιόνι σε μια σκακιέρα που έχει προσχεδιαστεί για να "φαγωθείς";


Αυτό το αέναο "γιατί" ενσάρκωσε με λεπτή τεχνική και βαθιά ευαισθησία ο Νίκος Καραθάνος. Ξεκινώντας ως ημιθανής γέροντας, επέστρεψε ταύρος σε υαλοπωλείο μπροστά στον Τειρεσία για να διαλυθεί σε χίλια κομμάτια όταν ήρθε αντιμέτωπος με την αλήθεια. Παρά τις στιγμές που κατέφυγε σε γνώριμες "μανιέρες", ο Καραθάνος κατάφερε να κρατήσει την παράσταση ψηλά, σμιλεύοντας τον Οιδίποδα ως άνθρωπο οικείο και αβάσταχτα ξένο μαζί. Στο σημείο της αποκάλυψης της αλήθειας ήταν σπαρακτικός.


ree

Απέναντί του δεν θα μπορούσε να σταθεί παρά μόνο μία παρουσία με τον εκρηκτικό δυναμισμό της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη. Η επιλογή γυναίκας στον ρόλο του Κρέοντα φάνηκε στην αρχή παράδοξη, μα η Καραμπέτη αναδείχτηκε σε αντίπαλο ισάξια• σκληρή στη διανοητική αντιπαράθεση, ύπουλη στη δεύτερη συνάντησή τους, συνένωσε τους δύο "Κρέοντες" σε ένα σώμα. Γυναίκα στη θωριά, μα άντρας στην περπατησιά, το βλέμμα, τους τρόπους.


Η Στεφανία Γουλιώτη, εναλλασσόμενη στους ρόλους της Ιοκάστης και του Θησέα έλαμψε. Με την έμφυτη δύναμή της να μαγνητίζει το κοινό, κινήθηκε άλλοτε σε γνώριμα μονοπάτια κι άλλοτε σε εντελώς απρόσμενα, ενσαρκώνοντας μια σύντροφο δυναμική μα τελικά εύθραυστη απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα.


Ο Ορέστης Χαλκιάς, στον διπλό του ρόλο ήταν μια παρουσία καταλυτική. Ως Αντιγόνη, μας μετέδωσε τη λεπτή αγάπη της κόρης προς τον ανήμπορο πατέρα. Ως Τειρεσίας, με συστολή, αλλά και με την ακατάσχετη ορμή του χειμάρρου, μετουσιώθηκε στην καταστροφική δύναμη εκείνου που γνωρίζει τη φρικτή αλήθεια.


ree

Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, τόσο στον ρόλο του Πολυνείκη όσο και στου αγγελιαφόρου, επέδειξε ερμηνευτική ωριμότητα. Ως Πολυνείκης απέδωσε με πάθος τον γιο που διεκδικεί, σχεδόν απεγνωσμένα, το δικαίωμα στη βασιλεία, αφήνοντας να διαφανούν πίσω από τον θυμό και τη ματαιοδοξία του, οι ρωγμές της τραγικότητας. Ο αγγελιαφόρος του, αντίθετα, μίλησε με καθαρότητα και μέτρο, δίνοντας στον λόγο την απαραίτητη βαρύτητα.


Η Πηνελόπη Τσιλίκα ξεχώρισε με την ευγένεια και τη λεπτότητα της παρουσίας της. Ως Ισμήνη, ενσάρκωσε την αδελφή που στέκεται στη σκιά της Αντιγόνης, χωρίς όμως να χάνει την ευαισθησία και τη δική της φωνή· μια φιγούρα πιο εσωτερική, αλλά καθοριστική στη δυναμική της οικογένειας. Στον Εξάγγελο, απέδωσε με καθαρή άρθρωση και συγκρατημένη συγκίνηση το βάρος των ειδήσεων.


Ο Νίκος Χατζόπουλος υπήρξε πειστικός ως βοσκός, αν και ο αφηγηματικός ρόλος του αρχαιοφύλακα στην αρχή ήταν μάλλον περιττός.


Ο χορός (Γιάννης Κότσιφας, Έκτορας Λυγίζος, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Θεόβη Στύλλου, Άγγελος Τριανταφύλλου) στάθηκε πολύ σωστός τόσο σε συντονισμό όσο και φωνητικά, ωστόσο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί περισσότερο προς όφελος της καλύτερης κατανόησης του έργου.


ree

Γιατί να ενωθούν δύο διαφορετικές τραγωδίες σε ενιαίο έργο;


Ο Γιάννης Χουβαρδάς επέλεξε να συνενώσει τις δύο τραγωδίες του Σοφοκλή που αναφέρονται στον Οιδίποδα σε μία ενιαία παράσταση. Ένα ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι ποιο το όφελος της ένωσης αυτής. Μήπως μετά την επιτυχία της Ορέστειας από τον Τερζόπουλο έγινε "τάση"; Εν προκειμένω, οι δύο "Οιδίποδες", δεν αποτελούν μέρη μιας τριλογίας και μάλιστα γράφτηκαν με σημαντική χρονική απόσταση ο ένας από τον άλλο (κατά πάσα πιθανότητα ο Οιδίπους Τύραννος γράφτηκε το 429 π.Χ., ο Οιδίπους επί Κολωνώ το 406 π.Χ., ενώ παραστάθηκε μετά τον θάνατο του ποιητή το 401 π.Χ.), γεγονός που καθιστά την ένωση ακόμη πιο τολμηρό εγχείρημα.


Ο Οιδίπους Τύραννος ανήκει σε μια πανάρχαια παράδοση του Θηβαϊκού Κύκλου, την οποία ο Σοφοκλής ανανέωσε με τον δικό του τρόπο. Ο Οιδίπους επί Κολωνώ, αντίθετα, πρόκειται μάλλον για προσωπική επινόηση του ποιητή, μια ύστερη σπουδή πάνω στον ίδιο ήρωα, ώριμη και εσωτερική. Είναι τα μόνα σωζόμενα έργα που φωτίζουν τον μύθο του Οιδίποδα (Γνωρίζουμε πως Οιδίποδα έγραψε και ο Ευριπίδης, όμως δεν έχει σωθεί).


Η συνένωσή των δύο τραγωδιών προσφέρει διπλό κέρδος: από τη μία δίνει την ευκαιρία στον θεατή να γνωρίσει την πλήρη διαδρομή του ήρωα, από την άνοδο ως την πτώση και από την πτώση ως την ύστατη λύτρωση. Από την άλλη, δημιουργεί μια συναρπαστική δραματουργική αντίστιξη, καθώς η σκοτεινή, σφιχτοδεμένη αστυνομικού τύπου δράση του Οιδίποδα Τυράννου διασταυρώνεται με τον πιο ήπιο, στοχαστικό ρυθμό του Οιδίποδα επί Κολωνώ.


Η σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά αποδείχτηκε όχι μόνο τολμηρή, αλλά και ευφυής. Συνένωσε τον Οιδίποδα τύραννο και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ σε ένα ενιαίο έργο με πνοή σύγχρονου θρίλερ. Η ιστορία ξεκινά από το τέλος, για να επιστρέψει με κινηματογραφικά flashbacks στην αρχή, διατηρώντας το ενδιαφέρον του κοινού τεντωμένο. Ο θεατής βαδίζει πλάι στον ήρωα στο μονοπάτι της αποκάλυψης, γνωρίζοντας ότι τίποτα δεν μπορεί να ανατρέψει το αναπόφευκτο. Κι όμως, όσο η ιστορία ξεδιπλώνεται, η αγωνία κορυφώνεται· κάθε στιγμή, κάθε λέξη, κάθε σιωπή φέρνει νέα ένταση. Η μαγεία του αρχαίου δράματος αναβιώνει. Ακόμα και μέσα από το γνώριμο, το χιλιοειπωμένο, ο έλεος και ο φόβος παραμένουν ζωντανοί, αιχμαλωτίζοντας τον θεατή σε μια εμπειρία βαθιά συγκινητική.


ree

Η αισθητική της παράστασης παρουσιάζει έντονα το στοιχείο του θρίλερ. Τα ταφικά μνημεία της Εύας Μανιδάκη συνθέτουν σκηνικό υποβλητικό, που από την πρώτη στιγμή θέτει τον θεατή απέναντι στη ματαιότητα της ύπαρξης. Το χώμα και το νερό, σύμβολα του χθόνιου δεσμού και του εξαγνισμού, αποτελούν γέφυρες μεταξύ ζωής και θανάτου.


Οι ενδυματολογικές επιλογές της Ιωάννας Τσάμη, εμπνευσμένες σε μεγάλο βαθμό από τον Μεσαίωνα και το καθολικό δόγμα, σε συνδυασμό με τη ζωντανή μελωδία εκκλησιαστικού οργάνου του Άγγελου Τριανταφύλλου, μας μεταφέρουν σε εποχές και μέρη όπου οι γραφές και οι χρησμοί επέβαλλαν θανατικές καταδίκες άνευ κρίσης· τότε που ο λόγος των μάντεων και των ιερέων ήταν ο μόνος νόμος.


Το χριστιανικό στοιχείο διαπνέει ολόκληρη την παράσταση του Χουβαρδά. Ο σκηνοθέτης διέκρινε στον Οιδίποδα την πορεία του θεανθρώπου• τον σωτήρα που νίκησε τη Σφίγγα και που αγαπήθηκε ως βασιλιάς, μα που τα πάθη του ήταν προδιαγεγραμμένα- η ταπείνωση, ο εξευτελισμός, η μοναξιά της σταύρωσης. Κι όμως, το αινιγματικό τέλος αφήνει την υπόσχεση της Ανάστασης, της υπέρβασης, του επέκεινα. Μια οπτική τολμηρή, που συνταιριάζει την αρχαιοελληνική παράδοση με τη χριστιανική πίστη προσδίδοντας νέα ένταση στη μοίρα του ήρωα. Ο Οιδίποδας του Χουβαρδά δεν είναι απλώς ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, αλλά ο αποθεωμένος άνθρωπος που μέσα από τα πάθη του φωτίζει τον δρόμο της ελπίδας και προσφέρει μια μεταφυσική απάντηση σε αυτό το αιώνιο "γιατί;"


ree

Λειτούργησαν οι διπλές παράλληλες διανομές;


Οι διπλές παράλληλες διανομές δεν εξυπηρέτησαν δραματουργικά το έργο, μάλλον προκάλεσαν αμηχανία τους θεατές. Η εξήγηση του σκηνοθέτη, πως οι αναδρομές και οι ρέουσες/διττές μορφές αποτελούν οράματα του διαταραγμένου υποσυνειδήτου του ετοιμοθάνατου Οιδίποδα, δεν κατέστη κατανοητή από το κοινό και δεν στάθηκε ικανή εξήγηση για να λύσει τη σύγχυση. Οι ηθοποιοί του χορού θα ήταν προτιμότερο να είχαν αξιοποιηθεί και στους ρόλους. Επίσης, οι άστοχες στιγμές με τα «γρυλίσματα» των ηρώων, αντί να προσδώσουν ζωώδες στοιχείο, που ίσως ήταν ο σκηνοθετικός στόχος, έσπαγαν τη ρεαλιστική συνθήκη που είχαν χτίσει οι ηθοποιοί.


Αν έλειπαν αυτές οι σκηνοθετικές εκκεντρικότητες, θα μιλούσαμε ίσως για την απόλυτη διασκευή αρχαίας τραγωδίας. Ακόμη κι έτσι όμως, ήταν ένα αξιόλογο πόνημα, το οποίο ανέδειξε τον μύθο του Οιδίποδα, σεβάστηκε το αρχαίο κείμενο και κατάφερε με επιτυχία να μεταφέρει την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, όπως εκφράστηκε με ενάργεια μέσα από τα λόγια της Αντιγόνης: «Πατέρα, πρέπει να το μάθω. Πρέπει να μάθουμε όλοι. Γιατί πέθανες; Γιατί έζησες; Γιατί να ζούμε εμείς;».


Ο Οιδίπους, ως πανανθρώπινο σύμβολο μάς υπενθυμίζει πως τίποτα στη ζωή δεν είναι οριστικό και πως η γνώση, όσο επώδυνη κι αν είναι, αποτελεί τη μόνη λύτρωση. Η παράσταση του Χουβαρδά, απέδειξε ότι η τραγωδία δεν ανήκει μονάχα στο παρελθόν· χτυπάει ακόμη στην καρδιά του παρόντος, κάθε φορά που ψιθυρίζουμε το ίδιο αναπόδραστο «Γιατί;».


ree

TAYTOTHTA

Διασκευή - Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου

Κίνηση: Ερμίρα Γκόρο

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Ηχητικός Σχεδιασμός: Ηλίας Φλάμμος

Α' Βοηθός Σκηνοθέτη: Δέσποινα Λάρδη

Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ηλιάνα Καλαδάμη, Ναυσικά Κιρκή

Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Μπίζα

Βοηθός ενδυματολόγου: Δήμητρα Σταυρίδου

Φωτογραφίες Promo: Alex Kat

Φωτογραφίες παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή

PhotoEditing: Κατερίνα Λιακοπούλου, Πέτρος Αντωνίου

Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος

Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα

Οργάνωση Παραγωγής: Ρόζα Καλούδη

Βοηθός Παραγωγής: Πανούτσι Μαργέλος

Νομική Υποστήριξη: Φιλιώ Καστραντά

Υπεύθυνος Περιοδείας: Παναγιώτης Πάντος

Υποστήριξη παραγωγής «ΛΥΚΟΦΩΣ»: Κατερίνα Λιακόπουλου, Μυρτώ Κατσανεβάκη

Υπεύθυνη τμήματος εισιτηρίων «ΛΥΚΟΦΩΣ»: Στέλλα Μαυροειδή

Λογιστήριο «ΛΥΚΟΦΩΣ»: Γιώργος Αναγνώστου, Δωροθέα Νικολάου, Γιώργος Φραγκολιάς


Πού: σε περιοδεία στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα

Πότε: Αύγουστος και Σεπτέμβριος 2025

Γραφτείτε στο newsletters μας για να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα μας!

Ευχαριστούμε!

@2023 Created by ZwEnaDrama team

  • Instagram
  • Facebook
bottom of page